- σπονδειακῶς
- σπονδειακόςof the kind used at libationsadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπονδειακώς — Μ επίρρ. βλ. σπονδειακός … Dictionary of Greek
σπονδειακός — ή, όν, ΜΑ [σπονδεῑος] 1. (για στίχο) αυτός που αποτελείται από σπονδείους 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ σπονδειακός (ενν. πούς) ο αντίσπαστος* (U U). επίρρ... σπονδειακῶς Μ έτσι ώστε να αποτελείται από σπονδείους … Dictionary of Greek